- αλκαλοειδή
- Οργανικές αζωτούχες ενώσεις πολύπλοκης σύνταξης, των οποίων το μόριο αποτελείται από ομάδες ατόμων που περιέχουν άζωτο και σχηματίζουν κλειστούς δακτυλίους. Τα α. έχουν δηλαδή βασικό χαρακτήρα όμοιο με των αλκαλίων και από αυτό προέρχεται η ονομασία τους. Σε ορισμένες περιπτώσεις εξάγονται από ζώα, κυρίως όμως από φυτά. Από τα φυτά ιδιαίτερη σημασία έχουν αυτά που ανήκουν στα δικοτυλήδονα. Από τα πλουσιότερα σε α. είναι οι παπαβερίδες, οι παπιλιονίδες, οι ρανουγκουλίδες και οι σολανίδες.
Τα α. υποδιαιρούνται σε ομάδες ανάλογα με τον τύπο του αζωτούχου δακτυλίου που εμφανίζεται σε αυτά. Διακρίνονται οι ομάδες του πυρολίου και της πυρολυδίνης, της πυριδίνης και της πιπεριδίνης, της ινδολίου, του ιμιδαζολίου, της κινολίνης, της ισοκινολίνης και της πυριμιδίνης. Πιο πολύπλοκα α. είναι εκείνα που έχουν συμπυκνωμένους δακτυλίους, π.χ., με έναν δακτύλιο πυρολυδινικό και έναν πιπεριδινικό, με δύο πυρολυδινικούς ή με έναν πυρολυδινικό και έναν ιμιδαζολικό.
Πολλές και χαρακτηριστικές είναι οι αντιδράσεις με τις οποίες είναι δυνατόν να αναγνωριστούν τα διάφορα α. Παρουσιάζουν μάλιστα μεγάλο ενδιαφέρον και για την ιατροδικαστική. Από τον καιρό που ο Σερτιρνέρ έβγαλε από το όπιο τη μορφίνη, το 1805, και την περιέγραψε το 1817, ο αριθμός των ουσιών του τύπου αυτού έχει αυξηθεί. Η αναζήτησή τους στο φυτικό βασίλειο ενισχύθηκε ασυνήθιστα από τις πολυάριθμες εφαρμογές που βρήκαν οι ενώσεις αυτές στην ιατρική, εξαιτίας της φαρμακολογικήςδράσης τους. Οι πιο γνωστές μεταξύ αυτών είναι: η μορφίνη, η κοκαΐνη, η κινίνη, η θεοβρωμίνη, η καφεΐνη, η στρυχνίνη, η σπαρτεΐνη, η εργοτίνη, η ατροπίνη κ.ά.
* * *τα (Φαρμ.)ειδική τάξη χημικών ενώσεων που βρίσκονται στα φυτά, μερικές φορές και στα ζώα, και παρουσιάζουν ενδιαφέρον κυρίως λόγω τής φυσιολογικής δράσης τους. Πολλά από αυτά έχουν μια μακροχρόνια ιστορία ως δηλητήρια, ναρκωτικά, παραισθησιογόνα και φαρμακευτικά προϊόντα. Γενικά τα αλκαλοειδή είναι αλκαλικές (βασικές) ουσίες, δηλ. εξουδετερώνουν τα οξέα. Τα μόριά τους περιέχουν κυρίως άτομα άνθρακα, υδρογόνου και αζώτου που είναι και η πηγή τής βασικότητάς τους.
Dictionary of Greek. 2013.